- φονευτής
- φον-ευτής, οῦ, ὁ,A = φονεύς, LXX 4 Ki.9.31, Pr.22.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φονευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτής — ό, και τ. θηλ. φονεύτρια, ΜΑ [φονεύω] φονιάς μσν. (το θηλ. με σημ. επιθ.) η φονική … Dictionary of Greek
φονευταῖς — φονευτής masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευταί — φονευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτοῦ — φονευτής masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτῇ — φονευτής masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτήν — φονευτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτῶν — φονευτής masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτά — φονευτά̱ , φονευτής masc nom/voc/acc dual φονευτής masc voc sg φονευτής masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονευτάς — φονευτά̱ς , φονευτής masc acc pl φονευτά̱ς , φονευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθροφονευτής — λαθροφονευτής, ό, και λαθροφόνος, ον (Α) αυτός που δολοφονεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φονευτής. Ο τ. λαθροφόνος < λάθρα + φόνος (πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος)] … Dictionary of Greek